-Εμπρός;
Είπε και η πόρτα άνοιξε στο σκοτεινό μαγαζί του Πέτρου.
-
Έλα
Γιώργο, κάτσε του ‘πε και του ‘δείξε τηn καρέκλα. Tι να σε κεράσω;
-
Καλημέρα
κυρ Πέτρο μου, τίποτα δε θέλω, να σαι καλά.
Ο κυρ Πέτρος, έμπορος του χωρίου και
από τα πιο σεβαστά πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας. Από μικρό τον διέκρινε η σύνεση
και η εργατικότητα. Κακό δεν έκανε σε άνθρωπο, μόνο δουλεία ήξερε κι όταν μπορούσε
βόηθαγε. Κακό λόγο δεν είχε να πει κανένας για δαύτον. Πολύς κόσμος περνούσε
από το μαγαζί του, όχι μόνο για να ψωνίσει,
αλλά και για να ζητήσει την συμβουλή του.
Άνθρωπος με σπάνια κρίση ΄΄ Σύρε στον
κυρ Πέτρο, αυτός θα σ’ ορμηνέψει σωστά ΄΄ έλεγαν οι παλιότεροι στους πιο νέους.
Τις Κυριακές στην εκκλησία. Λίγες οι φορές
που έλειψε από την κυριακάτικη λειτουργία.
Μόνο αρρώστια ή σοβαρή δουλεία μπορούσε να τον σταματήσει.
Τόσο πολύ τον σέβονταν και τον εμπιστευόντουσαν
στην τοπική κοινωνία, που όλοι οι κάτοικοι του χωρίου και των γύρω ό,τι πολύτιμο
είχαν του το εμπιστευόντουσαν ΄΄ δια φύλαξην ΄΄. Εκείνα τα χρόνια στα χωριά, τράπεζες δεν υπήρχαν
και οι χωρικοί ό,τι πολύτιμο είχαν, είτε κοσμήματα, είτε χρήματα, είτε λίρες
κτλ τα δίνανε προς φύλαξη σε έμπιστα άτομα της τοπικής κοινωνίας, για να μην τα
έχουν σπίτια τους και κινδυνεύουν από ληστές, και τα ζητούσαν πάλι όταν τα είχαν
ανάγκη.
- Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε κυρ Γιώργο
στο μαγαζί μου;
- Ήρθα να μου φυλάξεις 50 λίρες που ‘χω
σ’ αυτό εδώ το πουγκί, λέει και βγάζει ένα μικρό μαύρο πουγκί από δέρμα. Τα ‘χω
μαζέψει αυτά τα χρήματα με κόπο μεγάλο. Είναι για την προίκα της κόρης μου, που
θα την παντρέψω σε 6 μήνες μ’ ένα παλικάρι από διπλανό χωριό. Φτωχό, αλλά καλό παιδί,
δυο μέτρα άντρας και δουλευταράς. Σκέφτεται μ’ αυτά τα χρήματα να ανοίξει τσαγκαράδικο,
οπότε όπως καταλαβαίνεις, αυτά τα λεφτά είναι για την ευτυχία του παιδιού μου,
δεν πρέπει ούτε να χαθούν, ούτε να φαγωθούν. Γι’ αυτό άλλωστε τα φέρνω και σε σένα
να μου τα φυλάξεις κι όταν έρθει η ώρα του γάμου με το καλό, μου τα ξαναδίνεις πίσω,
να ανοίξουνε το τσαγκαράδικο, να φτιάξουν τη ζωή τους.
- Μην ανησυχείς καθόλου. Τα χρήματα
σου θα ‘ναι ασφαλισμένα στα χέρια μου, κι όταν με το καλό έρθει η ώρα, θα τα δώσεις
στα χέρια του παιδιού σου να φτιάξουν την ζωή τους. Περίμενε μόνο να κάνουμε ένα
χαρτί που λέει πως μου έδωσες για φύλαξη 50 λίρες να το υπογράψουμε και οι δυο.
Ανοίγει το συρτάρι, βγάζει το χαρτί,
το γράφουν, μετράνε και τις λίρες, υπογράφουν, δίνουν και τα χέρια κι ο κυρ Γιώργος
πάει στο καλό.
Δεν προλαβαίνουν να περάσουν 10 μέρες
και η πόρτα του μαγαζιού χτυπάει ξανά. Ο Γιώργος πάλι. Αυτή τη φορά όμως, εμφανώς
ανήσυχος, ταλαιπωρημένος απ’ την αγρύπνια και χλωμός.
-
Τι
έπαθες βρε Γιώργη; Δε σε βλέπω καλά, κάτσε!
-
Άσε
αφέντη μου, μεγάλη συμφορά με βρήκε, είπε και τα μάτια του βούρκωσαν.
-
Τι
έπαθες βρε παιδί μου, λέγε και πάω να σκάσω.
-
Να,
ο μικρός μου ο γιος, ο Παντελής, είναι άρρωστος βαριά. Ψήνεται στον πυρετό και σφαδάζει
από τον πόνο. Η κοιλία του, φώναξα τον γιατρό, βαριά κατάσταση μου είπε, θέλει επειγόντως
χειρουργείο, αλλά για να κατέβω στην χώρα να τον πάω στο νοσοκομείο για την εγχείρηση
θέλω χρήματα και χρήματα και δεν έχω. Μόνο το πουγκί που σου ‘δωσα. Αν δεν χαλάσω
αυτές τις λίρες θα χάσω τον μικρό μου γιο. Αν τις χαλάσω καταστρέφω την μεγάλη
μου κόρη. Τι να κάνω δεν ξέρω, βοήθα με σε παρακαλώ, συμβούλεψέ με , εσύ ξέρεις!
-
Ο Πέτρος δε μίλησε, έβγαλε έναν βαρύ αναστεναγμό
και έστριψε ένα τσιγάρο. Έμεινε αμίλητος για πολύ ώρα να κοιτά μια τον Γιώργη
και μια πίσω απ αυτόν, το ρολόι του τοίχου να χτυπά αδιάφορα, στον ίδιο ρυθμό
που χτυπούσε και δέκα μέρες πριν, που όλα ήταν καλά.
Τελικά, μετά από πολύ ώρα είπε:
-Εσύ δεν έχεις ένα αμπέλι κάτω στον κάμπο;
Γιατί δεν το πουλάς να κάνεις τη δουλειά σου; Μεγάλος είσαι τώρα, σε λίγα χρόνια
δε θα μπορείς να το δουλέψεις, ο γιος σου μικρός πολύ να το αναλάβει, τι σου χρειάζεται;
- Να το πουλήσω άρχοντα μου, αλλά ποιος θα το πάρει; Εγώ τώρα θέλω τα λεφτά
και δεν έχω στο νου μου αγοραστή. Μέχρι να βρω, να συμφωνήσουμε, το ‘χασα το παιδί
μου. Άσε που στην ανάγκη θα μου το πάρουν κοψοχρονιά.
- Και πόσο πιάνει το αμπέλι σου; ξαναρωτά ο Πέτρος
- Καμιά πενηνταριά λίρες, απαντά ο Γιώργης και σωπαίνει κοιτάζοντάς τον
σαν να τον ικέτευε.
- Ωραία λοιπόν, του λέει. Το παίρνω
εγώ στην τιμή του. Συρε βρες τον συμβολαιογράφο να υπογράψουμε τα χαρτιά.
- Ευχαριστώ το Θεό που σε έφερε στον δρόμο μου κυρ Πέτρο,
αλήθεια λεν πως είσαι άγιος άνθρωπος…
και φεύγει συγκινημένος να πάει στο συμβολαιογράφο να φτιάξει τα συμβόλαια.
Το ίδιο βράδυ
όλα ήταν έτοιμα. Στο ίδιο αυτό γραφείο κάθονταν κι οι τρεις τους. Ο συμβολαιογράφος
διάβαζε κι άλλοι δυο ακούγανε σιωπηροί και περίμεναν να τελειώσει. Σε λίγη ώρα,
αφού ο συμβολαιογράφος τέλειωσε με την ανάγνωση, ρώτησε τον Πέτρο αν έχει φέρει
τις 50 λίρες να κλείσει η συμφωνία. Βεβαία, είπε αυτός, και αφήνει ένα δερμάτινο
μαύρο πουγκί επάνω στο τραπέζι.
-
Σαν
είδε το πουγκί ο Γιώργης σάστισε, το κοίταζε αμίλητος και προσπαθούσε να καταλάβει.
Αυτό ήταν το πουγκί που του έδωσα δέκα μέρες πριν, αυτά είναι λεφτά δικά μου. Το
κοιτούσε ώρα, δεν μίλαγε, σκεφτόταν. Σιγά σιγά άρχιζε να μπερδεύεται. Δεν μπορούσε
πλέον να διακρίνει τα έως τότε ξεκάθαρα γι αυτόν όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό,
το ηθικό και το ανήθικο. Δεν καταλάβαινε τίποτε. Μόνο οργή ένιωθε μέσα του, οργή
και μίσος. Δεν είπε τίποτα, απλά υπέγραψε, πήρε το πουγκί με τις λίρες κι έτρεξε
να σώσει το παιδί του.
-
Από
τότε μισεί τους σεβάσμιους άρχοντες, κάθε μέρα και πιο πολύ, έως την τελευταία μέρα
της ζωής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου