Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η ΠΆΛΗ ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΌ



Στο κείμενο που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1916 ο Λένιν αντικαθρεπτίζει την πάλη ενάντια στον Οπορτουνισμό και τη Σοσιαλδημοκρατία κάτι το οποίο βεβαίως είναι εξαιρετικά επίκαιρο στις μέρες μας. Για αντιμετώπιση της απογοήτευσης του εργατικού κινήματος αλλά και υποδούλωσης του εργατικού κινήματος σε μικροαστικές αντιλήψεις, που μπορούν να καταπολεμηθούν εύκολα από την αστική τάξη, χρειάζεται να τεθούν κάτω συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν τον οπορτουνισμό. Οι ψευδαισθήσεις οι οποίες καλιεργούνται στους κόλπους της εργατικής τάξης, αποπροσανατολίζοντας την μέσω της υποκριτικής σοσιαλδημοκρατίας και των αφελών ”προοδευτικών φιλελευθέρων” για χάριν των μεγάλων συμφερόντων είναι ένας μόνιμος κίνδυνος που πρέπει να ξεμπροστιάζεται με κάθε τρόπο, αφού η καλλιέργεια αυταπατών στο εργατικό κίνημα με σκοπό την εξαπάτησή και χειραγώγησή του, ήταν, είναι και θα είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης.

Ο Λένιν τόνισε την αναγκαιότητα ανάλυσης και διάλυσης των αυταπατών που εκτρέφει η Σοσιαλδημοκρατία με την ρητορικη  περί αναγκαιότητας σύνεσης και εργασιακής ειρήνης, την διδασκαλία της ηττοπάθειας παρά την μαχητική εργατική τάξη και το χτίσιμο εθνικών οικονομιών σε βάρος της εργατικής τάξης σε άλλες χώρες. Έχοντας λοιπόν ως δεδομένα τα πιο πάνω είχε εκφράσει με ιδιαίτερο τρόπο οτι οι ” οπορτουνιστές (σοσιαλσωβινιστές) δρουν απο κοινου με την ιμπεριαλιστική αστική τάξη όπως ακριβώς στην δημιουργία μιας Ιμπεριαλιστικής Ευρώπης σε βάρος της Ασίας και της Αφρικής”. Οι οπορτουνιστές δηλαδή, αν και έχουν ρητορεία και έχουν συγκροτηθεί μέσα απο την εργατική τάξη, εντούτοις συνεργάζονται άμεσα με την αστική τάξη για την διάσπαση και την καθυπόταξη της εργατικής τάξης.
Λίγα λόγια για τον οπορτουνισμό στην Κύπρο: δεν χρειάζεται να πάμε μακριά, η συμφωνία Κύπρου – Ισραήλ είναι μια απο αυτές τις οικονομικές “αναγκαιότητες” που έπρεπε να γίνουν για την διασφάλιση των υδρογονανθράκων και τα κέρδη του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, σε βάρος φυσικά των καταπιεσμένων Παλεστινίων που υποστηρίζαμε για το δίκιο τους τόσα χρόνια. Βέβαια είναι ένα ερωτηματικό έαν  Κύπρος μπορεί να χαρακτηριστεί ιμπεριαλιστική χώρα, μάλλον μπορεί να αναλυθεί στη βάση ποιών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων εξυπηρετεί στην περιοχή. Κανείς δεν μπορεί όμως να αμφισβητίσει οτι η οικονομική ανάπτυξη και η απότομη άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην ζωή των Κυπρίων τις τελευταίες δεκαετίες στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στον κόπο, τη φτώχεια και την εξαθλίωση των ξένων εργατών καθώς και των Κυπρίων αν και με ευνοΐκότερους όρους. Το Κυπριακό κράτος ρύθμισε συγκεκριμένα την αγορά εργασίας με σκοπό την στασιμότητα του ξένου εργατικού δυναμικού, συμβάλλοντας στην ουσία, στην δημιουργία τριών διαφορετικών πραγματικοτήτων στο νησί: η μια πραγματικότητα της ευημερίας και της ανάπτυξης, άλλη της ενσωμάτωσης μέρους της εργατικής τάξης στον αστικό μηχανισμό και της καλλιέργησης  ενός success story εντελώς  αποκομμένο απο την πραγματικότητα (αφου οι περισσότεροι/ες παρά το μόχθο να φτάσουν να ζουν με κάποια αξιοπρέπεια, το κάνουν με όρο να χρωστούν τα πάντα στις τράπεζες) και η τελευταία πλευρά η γκετοποίηση αρκετά μεγάλου αριθμού της εργατικής τάξης στην χώρα χωρίς εργασιακά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και το κυριότερο χωρίς πρόσβαση στον κοινωνικό τηλεοπτικό χώρο και διάλογο, χωρίς φωνή. Η Κυπριακή εκμετάλλευση της Ασίας και της Αφρικής γίνεται ακριβώς στην ίδια την Κύπρο, με νοοτροπίες διάσπασης της εργατικής τάξης σε ξένο και ντόπιο εργατικό δυναμικό! Η εξαγορά μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης με ευνοικότερες θεσμικές κατωχυρώσεις σε σχέση με τους ξένους εργάτες, εξαργύρωσε για 2 και πλέον δεκαετίες την εργατική ειρήνη σε βάρος του ξένου εργατικού δυναμικού, πάντα με τις ευλογίες των εδώ εκπροσώπων της εργατιάς.
Η προσκόλληση σε επιδοματική πολιτική στα πλαίσια ενός αστικού κράτους όπλισε την ιδεολογική επίθεση της αστικής τάξης, πρόσδεσε την εργατική τάξη στον αστικό μηχανισμό, και με την εμβάθυνση της κρίσης, και την αρπαγή των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων απεμπόλισε και απογύμνωσε την βάση της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς συνέβαλε και στην δημιουργία στερεοτύπων αδύνατων να ανατραπούν, και που οδήγησαν την Κυπριακή Αριστερά στο αδιέξοδο. Βάση μιας τέτοιας ανάλυσης δεν αποτελεί φυσικά έκπληξη η άνοδος της ακροδεξιάς και των νεοναζιστικών αντιλήψεων αλλά και η αποστασιοποίηση των φιλελευθέρων από το κόμμα της αριστεράς με βάση την οικονομική πολιτική και την πολιτική τακτική που ακολουθήθηκε (οι σοσιαλδημοκράτες φιλελεύθεροι λοιπόν αν και δεν έχουν κανένα λόγο , κάνουν κριτική στην Σοσιαλδημοκρατική διαχείρηση του αστικού κράτους και της οικονομίας ακριβώς δια της λογικής της διάσωσης του καπιταλισμού. Εδώ ακριβώς φαίνεται και η υποκρισία τους) σε συνδυασμό με την Κυπριακή ιδαιτερότητα και χαρακτηριστικά των θεσμών που προώθησαν εθνοκεντρικές αντιλήψεις. Όλα αυτά θα ήταν φυσικά αδύνατον να κερδιθούν κατακράτος εάν δεν υπήρχε τεράστιο έρεισμα του οπορτουνισμού στα λαΐκά στρώματα. Το αστικό κράτος επιτρέπει τον κοινοβουλευτισμό όσο η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να ελέγχει, διασπά και ενσωματώνει το εργατικό κίνημα στους θεσμικούς μηχανισμούς του, και είναι ακριβώς όταν δεν μπορεί που ανεβαίνει ο φασισμός σαν μια δύναμη πυγμής και εφαρμογής του όλο και στενότερου συντάγματος για χάριν της οικονομίας.Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ΕΛΑΜ δεν έχει καμιά διαφορά οικονομικά μιλώντας πέραν απο τον τρόπο έκφρασης, με αυτά που λένε τα αστικά μέσα ενημέρωσης και οι  αστοί και φιλελεύθεροι οικονομολόγοι.
Χωρίς να σημαίνει ότι είναι ταυτόσημα, Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός εναλλάσονται απο την αστική τάξη σαν εργαλεία αναλόγως της περίστασης για την επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι πολλοί ήγετες του φασισμού επεξεργάστηκαν ή ήταν στελέχη της Σοσιαλδημοκρατίας (Μουσολίνι, Πιλσούντσκι). Μέσα στην Σοσιαλδημοκρατία υπάρχει το μικρόβιο του φασισμού. Περισσότερα για την σχέση των δύο μπορείτε να βρείτε σε παλαιότερο αναδημοσιευμένο κείμενο που αναρτήσαμε εδώ.
Ο Λένιν λοιπόν, εξηγούσε με ποιον τρόπο κάποια στελέχη της εργατικής τάξης ή ακόμη και εργατικά κόμματα είχαν προσβληθεί απο τον υιό του οπορτουνισμού και συνεπακόλουθα της αντεπανάστασης: αυτό συνέβαινε επειδή μια μερίδα της εργατικής τάξης “…έχει εξαγοραστεί με χρήματα από τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη και έχει μετατραπεί σε μαντρόσκυλο του καπιταλισμού, σε διαφθορέα του εργατικού κινήματος”.
Και πως γίνεται αυτό; Ο Λένιν απαντά: με “ενώσεις, συνέδρια, «Προσοδοφόρες και ζεστές θεσούλες» σε διάφορες επιτροπές ή στις διοικήσεις των «αστικά πειθήνιων» εργατικών συνδικάτων, με θέσεις στο Κοινοβούλιο κ.ά.τ.”
“Όταν, λοιπόν, τα κόμματα, τα οποία θέλουν να εκπροσωπήσουν την εργατική τάξη, δεν ανταποκρίνονται στον ρόλο της ιδεολογικής καθοδήγησης, τότε η εργατική τάξη γίνεται επιρρεπής στην αστική ιδεολογία, η οποία εισβάλλει δυναμικά, καλύπτοντας το κενό που δημιουργείται από την υποχώρηση του μαρξισμού.”
“Αντιλήψεις που ισχυρίζονται ότι «οι εργάτες θα συνειδητοποιούνται όλο και περισσότερο, ξεπερνώντας τις ρεφορμιστικές ψευδαισθήσεις, εξαιτίας της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης ή της πρακτικής των ρεφορμιστών», υποτιμά ακριβώς τη δύναμη της αστικής ιδεολογίας στη συνείδηση της εργατικής τάξης. Κι αυτό γιατί ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το οποίο αποτελεί ιδεολογικό μηχανισμό του αστικού κράτους, μπορεί και «επιβάλλει» την αστική ιδεολογία στην εργατική τάξη, λόγω των μόνιμων ερεισμάτων που διαθέτει στις λαϊκές μάζες.”
“Είναι αυτός ο λόγος που ο Λένιν χαρακτήρισε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ως αστικά εργατικά, θέλοντας ουσιαστικά να δείξει τον ερμαφρόδιτο χαρακτήρα τους: δηλαδή ότι ενώ είναι αστικά κόμματα έχουν εργατική επιρροή.”
“Όμως, αυτός ο διττός κοινωνικός τους χαρακτήρας είναι η δύναμη και ταυτόχρονα η αδυναμία τους. Διότι, εξαιτίας του γεγονότος ότι έχουν εργατική πελατεία, η όξυνση της ταξικής πάλης αντανακλάται στις γραμμές τους. Έτσι, προκειμένου να μην χάσουν την κοινωνική τους βάση, από την οποία εξαρτάται η ύπαρξή τους, είναι υποχρεωμένα να κάνουν μια ορισμένη πολιτική συμβιβασμών προς την εργατική τάξη, όμως κατάλληλη για να γίνει αποδεκτή από την αστική τάξη.”
“Ενώ η σοσιαλδημοκρατία θέλει αφενός να εκπροσωπεί τα λαϊκά στρώματα, προσπαθεί, αφετέρου, να τα εντάξει και να τα ενσωματώσει σε μια καθορισμένη πολιτική του αστισμού απέναντι στην εργατική τάξη, η οποία πάει από τη λογική των «κοινωνικών εταίρων» και της «ταξικής συνεργασίας» μέχρι την απαίτηση της συντριβής της εργατικής τάξης. Αν αυτό είναι σωστό, τότε είναι λάθος η άποψη που θεωρεί ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν είναι κόμματα της αστικής τάξης, όπως είναι, για παράδειγμα, οι δεξιοί πολιτικοί οργανισμοί.”
Σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Ένγκελς,  ένα εργατικό κόμμα «Δεν πρέπει μόνον η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του να είναι εργάτες, αλλά και η θεωρία που το καθοδηγεί πρέπει να είναι προλεταριακή, δηλαδή να εκφράζει και να υπηρετεί την πάλη του προλεταριάτου για το ριζικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού σε μία σοσιαλιστική και, τελικά, μία κομμουνιστική/αταξική κοινωνία».
“Λαμβάνοντας όλ’ αυτά υπόψη, τότε μπορούμε να πούμε ότι τα σύγχρονα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν μετατραπεί
σε αστικά εργατικά κόμματα, σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν, απεμπολώντας προ πολλού τα κλασσικά ρεφορμιστικά τους χαρακτηριστικά: την κοινωνική πολιτική, το κράτος πρόνοιας και τον μεταρρυθμισμό. Δηλαδή, έπαψαν να έχουν σαν στόχο τον σοσιαλισμό, έστω και με διαδοχικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του καπιταλιστικού συστήματος.”
“Αντίθετα, σήμερα, τα κόμματα που ονομάζονται σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά προχωρούν σε αντιμεταρρυθμίσεις,
εφαρμόζοντας τις πολιτικές των εκ δεξιών αντιπάλων τους. Ουσιαστικά, ούτε για σοσιαλδημοκρατία μπορούμε να μιλάμε, στις μέρες μας, με τα τυπικά κλασικά χαρακτηριστικά που, μέχρι τώρα, γνωρίζαμε.”
Ο Λένιν τελειώνει με: “Καί γιά τό λόγο αύτό χρέος μας είναι, άν θέλουμε νά παραμείνουμε σοσιαλιστές, νά πηγαίνουμε πιό κάτω καί πιό βαθιά, πρός τίς πραγματικές μάζες: έ5ώ βρίσκεται δλη ή σημασία τής πάλης ένάντια στόν οπορτουνισμό καί όλο τό περιεχόμενο αυτής τής πάλης. Ξεσκεπάζοντας τούς όπορτουνιστές καί τούς σοσιαλσωβινιστές, καί δείχνοντας δτι στήν πράξη προδίνουν καί ξεπουλάνε τά συμφέροντα τής μάζας, οτι υπερασπίζουν τά προσωρινά προνόμια μιας μειοψηφίας έργατών, οτι διοχετεύουν τίς αστικές ιδέες καί τήν άστική έπιροή, ότι στήν πράξη είναι σύμμαχοι καί πράκτορες τής αστικής τάξης—διδάσκουμε έτσι τίς μάζες νά γνωρίζουν τά πραγματικά πολιτικά συμφέροντά τους καί νά παλεύουν γιά τό σοσιαλισμό καί γιά τήν έπανάσταση μέσα άπ’ όλες τίς μακρόχρονες καί βασανιστικές περιπέτειες τών ιμπεριαλιστικών πολέμων καί τών ιμπεριαλιστικών ανακωχών. Νά έξηγοϋμε στίς μάζες τό αναπόφευκτο καί τήν ανάγκη τής διάσπασης μέ τόν οπορτουνισμό, νά τίς διαπαιδαγωγοϋμε γιά τήν έπανάσταση μέ τόν άνελέητο αγώνα ένάντια σ ’αύτόν, νά χρησιμοποιούμε τήν πείρα τοΰ πολέμου γιά τήν αποκάλυψη κάθε αχρειότητας τής έθνικοφιλελεύθερης έργατικής πολιτικής, καί οχι γιά τή συγκάλυψή της μα ή μοναδική μαρξιστική γραμμή στό έργατικό κίνημα τοΰ κόσμου.”
Λένιν – Ο Ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του Σοσιαλισμού (Μαρξιστικός Όμιλος Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετ…
Πηγή Αγκάρρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου