Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως διεκδικητή του βασικού ρόλου στη συγκρότηση του σοσιαλδημοκρατικού πόλου εναλλαγής στην αστική διακυβέρνηση και η προβολή του στόχου της «κυβέρνησης της αριστεράς», όπως αποτυπώθηκε και στο ιδρυτικό του συνέδριο και η δεδηλωμένη άρνηση του ΚΚΕ να συμμετάσχει ή να τη στηρίξει, ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα τη συζήτηση για τη στάση των ΚΚ απέναντι σε κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού που αυτοχαρακτηρίζονται ως «αριστερές», «αντιιμπεριαλιστικές», «αντιμονοπωλιακές».
Από ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών δυνάμεων του οπορτουνισμού, οι κυβερνήσεις αυτές προβάλλονται είτε ως καθεαυτό πολιτικός στόχος είτε ως μια εξέλιξη που μπορεί να συμβάλει στην όξυνση της ταξικής πάλης, που μπορεί να γίνει κρίκος για ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας εφ' όσον έχει τη στήριξη του εργατικού κινήματος.
Η αξιοποίηση του παραδείγματος της Χιλής
Σε αυτή την κατεύθυνση, αξιοποιούνται και ιστορικά παραδείγματα. Το πιο προσφιλές παράδειγμα είναι αυτό της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας (1970-1973) υπό το Σαλβαδορ Αλιέντε, στην οποία συμμετείχε το ΚΚ Χιλής. Η κυβέρνηση αυτή προβάλλεται ως κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικού και αντιμονοπωλιακού προσανατολισμού που οδήγησε σε σύγκρουση με την αστική εξουσία και την αστική τάξη.
Το παράδειγμα της Χιλής χρησιμοποιείται με σκοπό να αντιπαρατεθούν με την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ, την οποία επικρίνουν ως σεχταριστική.
Στην πραγματικότητα, η πείρα της Χιλής διαψεύδει τις εκτιμήσεις τους. Επιβεβαιώνει τις θέσεις του μαρξισμού. Η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο είναι τμήματα του αστικού κρατικού μηχανισμού. Το αστικό κράτος (το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση ως τμήματά του) πρέπει να τσακιστούν με την επανάσταση. Για αυτό καμιά «αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή» κυβέρνηση δεν μπορεί να συγκρουστεί με το κεφάλαιο και την εξουσία του, ούτε μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ούτε να ανοίξει το δρόμο για την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης υπέρ της εργατικής τάξης.
Η ουσία της πολιτικής γραμμής αυτών των δυνάμεων (και ανεξάρτητα από επιμέρους διακηρύξεις) στο δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» απαντάει «μεταρρύθμιση». Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι επικρίνουν το ΚΚΕ ότι παραπέμπει τη λύση των λαϊκών προβλημάτων στο σοσιαλισμό.
Η Ιστορία έχει δείξει ότι κυβερνήσεις που δρούσαν στο έδαφος του καπιταλισμού με τη στήριξη, συμμετοχή, είτε ανοχή των Κομμουνιστικών Κομμάτων δεν μπόρεσαν να λύσουν σε μόνιμη βάση ούτε τα οξυμένα καθημερινά προβλήματα της εργατικής τάξης (π.χ. ψωμί, στέγη, μόρφωση). Αντίθετα, η Ιστορία δείχνει ότι οι ονομαζόμενες παλιότερα ως «κατακτήσεις» του εργατικού κινήματος, ήταν, όσον αφορά το γενικότερο χαρακτήρα τους, ήταν αποτέλεσμα του συνδυασμού της επίδρασης της ταξικής πάλης και κυρίως υπό το βάρος του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων σε συνθήκες ύπαρξης της ΕΣΣΔ, αλλά και αναγκαίων για το σύστημα εκσυγχρονισμών. Σε κάθε περίπτωση, δε βγήκαν ποτέ από τα όρια που επιβάλλει κάθε φορά η ανάγκη της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.
Το διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα έβγαλε λαθεμένα συμπεράσματα από την ήττα του λαϊκού κινήματος στη Χιλή. Αντί να γίνει χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι είναι αδύνατον να ανοίξει δρόμος προς το σοσιαλισμό μέσα από τη συμμαχία με ένα τμήμα της αστικής τάξης, μέσα από τη διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ότι αυτή η γραμμή οδηγεί στον εγκλωβισμό τη χειραγώγηση και τελικά στον αφοπλισμό του εργατικού κινήματος, το συμπέρασμα ήταν ότι η κυβέρνηση Αλλιέντε πήγε πολύ πιο μακριά απ' ό,τι θα έπρεπε, ότι τρόμαξε τους οπαδούς αστικών κομμάτων και έτσι άνοιξε ο δρόμος για το πραξικόπημα. Το παράδειγμα της Χιλής αξιοποιήθηκε από το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και ιδιαίτερα από το ΚΚ Ιταλίας, για να θεμελιωθεί η ανάγκη του «ιστορικού συμβιβασμού», δηλαδή της συμμαχίας του ΚΚ με τα «δημοκρατικά» αστικά κόμματα (Χριστιανοδημοκράτες) στο όνομα της αντιμετώπισης του φασισμού. Στην Ελλάδα, αυτή η γραμμή εκφράστηκε το 1974 με την γραμμή της Εθνικής Δημοκρατικής Αντιδικτατορικής Ενότητας (ΕΔΑΕ) του «ΚΚΕ Εσωτ», τη συνεργασία δηλαδή με τη ΝΔ απέναντι στο ενδεχόμενο ενός νέου πραξικοπήματος.
Η εικόνα που προβαλλόταν ήταν ο ειρηνικός μετασχηματισμός των παλιών δομών, χρησιμοποιώντας ή μετατρέποντας τους υπάρχοντες νομικούς, διοικητικούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς θεσμούς. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην κοινοβουλευτική παράδοση της Χιλής, στη σταθερότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος σε αντίθεση με άλλα κράτη της Λατινικής Αμερικής που βίωναν μακρόχρονες δικτατορίες. Επίσης, έδιναν έμφαση στη συνταγματική αναφορά ότι ο στρατός δεν εμπλέκεται στις πολιτικές εξελίξεις σε αντίθεση πάλι με το συνταγματικά αναγνωρισμένο ρόλο του στρατού σε άλλα λατινοαμερικάνικα κράτη ως θεματοφύλακα της αστικής εξουσίας. Τα παραπάνω υποστήριζαν ότι παρείχαν τη βάση για μια τέτοια ειρηνική αλλαγή. Η στρατηγική πίσω από την ηγεσία του Αλιέντε ήταν ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό θα ήταν μια πορεία βήμα προς βήμα. Υποστηριζόταν ότι έχοντας αποκτήσει «μέρος» της εξουσίας, η «αριστερά» θα αποκτούσε σιγά-σιγά και το υπόλοιπο μέρος, μετασχηματίζοντας τελικά την κυβερνητική εξουσία σε πραγματική εξουσία του λαού. Η ιστορική πείρα βέβαια, για άλλη μια φορά, έδειξε διαφορετικά. Αποδείχθηκε ότι οι νομοτέλειες της ταξικής πάλης δεν μπορούν να παρακαμφθούν, ότι η ταξική πάλη διεξάγεται αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τη θέληση ή την ωριμότητα της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, του ΚΚ. Η αστική τάξη της Χιλής επένδυσε τόσο στην προσπάθεια ενσωμάτωσης του ΚΚ Χιλής μέσω της συμμετοχής στην αστική κυβέρνηση όσο και στην άμεση βίαιη αντιμετώπισή του ειδικά σε συνθήκες που διεξάγεται διαπάλη μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτές τις συνθήκες αποδείχθηκε, για άλλη μία φορά, όπως συνέβη και στην Ιταλία ότι ακόμα και αν τα ΚΚ έχουν λαθεμένη οπορτουνιστική γραμμή δεν αποσπούν με ευκολία την ανοχή ή στήριξη τμημάτων της αστικής τάξης, έτσι εμποδιζόταν η συμμετοχή σε κυβέρνηση του ευρωκομμουνιστικού Ιταλικού ΚΚ ακόμα και όταν είχε αποκηρύξει την ΕΣΣΔ και διαβεβαίωνε ότι δεν είχε ως στόχο ούτε καν την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Ετσι οι Χιλιανοί κομμουνιστές πλήρωσαν με βαρύ φόρο αίματος την ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε από το πραξικόπημα του Α. Πινοσέτ, έχοντας οι ίδιοι συμβάλει με τη στάση τους και τη γραμμή τους στην καλλιέργεια αυταπατών για την αστική εξουσία στη Χιλή, για τμήματα της αστικής τάξης, για τη δυνατότητα μετεξέλιξης του αστικού κράτους σε λαϊκή εξουσία, στον αποπροσανατολισμό από κάθε προσπάθεια οργάνωσης της επαναστατικής πάλης.
Η στρατηγική του ΚΚ Χιλής τις δεκαετίες του '30 και '40
Η οπορτουνιστική αρθρογραφία που έχει αναπτυχθεί το προηγούμενο διάστημα επιχειρεί να αποσυνδέσει τη συμβιβαστική στάση του ΚΚ Χιλής από τη στάση του απέναντι στην κυβέρνηση, από την ίδια του τη στρατηγική. Να αναγάγει την υποχωρητικότητα και το συμβιβασμό που έδειξε το ΚΚ Χιλής μέσα στην κυβέρνηση Αλλιέντε ως αποτέλεσμα λαθών τακτικής, έλλειψη αποφασιστικότητας, υποτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων κ.λπ. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, η αιτία των προβλημάτων πρέπει να αναζητηθεί στη στρατηγική του ΚΚ Χιλής όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Την δεκαετία του 1930 το ΚΚ Χιλής προσαρμόζοντας την πολιτική του στη γραμμή του Λαϊκού Μετώπου για την αντιμετώπιση του φασισμού που υιοθέτησε η ΚΔ στο 7ο Συνέδριό της (1935) συμμετείχε στη συγκρότηση του «Λαϊκού Μετώπου» στη Χιλή το 1936. Το 1938 υποδεικνύεται σαν υποψήφιος του «Λαϊκού Μετώπου» για την προεδρική εκλογή εκείνου του χρόνου, ο καθηγητής Πέντρο Αγκίρε Θέρντα, μέλος του Ριζοσπαστικού Κόμματος. Τον Αγκίρε Θέρντα τον υποστήριζαν το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το δημοκρατικό κόμμα και διάφορες ομάδες οπαδών του στρατηγού Ιμπάνιεθ, πρώην δικτάτορα γνωστού για τα κατασταλτικά μέτρα που πήρε ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Το «Λαϊκό Μέτωπο» στη Χιλή υποστηρίχθηκε επίσης από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα και από το κίνημα των ιθαγενών Ινδιάνων Μαπούτσε.
Η κυβέρνηση του «Λαϊκού Μετώπου» στη Χιλή αναδείχθηκε την ίδια χρονιά το 1938 και έπεσε το 1941, χρονιά που διαλύθηκε και το «Λαϊκό Μέτωπο». Η κυβέρνηση αυτή δεν τράβηξε την ταξική πάλη προς τα εμπρός, αλλά λειτούργησε ως «προστάτης της αστικής δημοκρατίας» στο όνομα της απόκρουσης του φασιστικού κινδύνου.
Το 1942 επαναλήφθηκαν εκλογές και το ΚΚ Χιλής έδωσε την υποστήριξή του στον Χουάν Αντόνιο Ρίος (ο οποίος και κέρδισε) από κοινού με το Σοσιαλιστικό, το Ριζοσπαστικό, το Δημοκρατικό Κόμμα κ.ά. Ο Χουάν Αντόνιο Ρίος είχε υποσχεθεί «ουδετερότητα» στην διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, επειδή όταν αναδείχθηκε στη διακυβέρνηση ο Χουάν Αντόνιο Ρίος αρνήθηκε να διακόψει διπλωματικές σχέσεις με τις δυνάμεις του Αξονα, το ΚΚ Χιλής απέσυρε την υποστήριξή του.
Μετά τον πόλεμο, το ΚΚ Χιλής στήριξε από κοινού με το Ριζοσπαστικό Κόμμα το 1946, την υποψηφιότητα για την Προεδρία του Γκαμπριέλ Γκονθάλεθ Βιντέλα (Ριζοσπαστικό Κόμμα), ο οποίος και κέρδισε τις εκλογές διατηρώντας τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας στα χρόνια 1946-1952. Μάλιστα, το ΚΚ Χιλής πήρε μέρος στην αστική κυβέρνηση Βιντέλα για ένα χρόνο με τρεις υπουργούς.
Ωστόσο, παρόλο που το ΚΚ Χιλής συμμετείχε στην κυβέρνηση, ο Βιντέλα δε δυσκολεύτηκε να σπάσει τη συμμαχία με το ΚΚ και να δημοσιεύσει το Νόμο περί Προστασίας της Δημοκρατίας. Με βάση αυτόν τον νόμο εξαπολύθηκε ένας από τους πιο άγριους διωγμούς των μελών και στελεχών του ΚΚ Χιλής. Ο νόμος αυτός της κυβέρνησης Βιντέλα (που εκλέχτηκε με τις ψήφους του ΚΚ Χιλής) έμεινε γνωστός ως ο «Καταραμένος Νόμος», με βάση τον οποίο οι κομμουνιστές τέθηκαν εκτός νόμου, χιλιάδες συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν, στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η πολιτική του ΚΚ Χιλής τις δεκαετίες του '50 και '60
Οι εμπειρίες συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία, όμως, δε σταματάνε εδώ.
Το 1952, το ΚΚ Χιλής υποστηρίζει την προεδρική υποψηφιότητα του Σαλβαντόρ Αλλιέντε, ο οποίος όμως ηττήθηκε σε εκείνες τις εκλογές. Νικητής των εκλογών αναδείχθηκε ο Κάρλος Ιμπάνιεθ. Μετά τη νίκη του Ιμπάνιεθ, η Πολιτική Επιτροπή του ΚΚ Χιλής διακηρύσει: «Το Κομμουνιστικό Κόμμα διατίθεται να έχει αποφασιστική συμβολή έτσι ώστε η κυβέρνηση του Κάρλος Ιμπάνιεθ να μπορέσει να δράσει για το καλό της χώρας. Για αυτό θα υποστηρίξει όλα τα πρακτικά μέτρα που αυτή η κυβέρνηση θα υιοθετήσει για το καλό του λαού και του έθνους».Υστερα από ένα χρόνο στο Principios, θεωρητικό όργανο της ΚΕ του ΚΚ Χιλής αναφέρεται: «Ο στόχος μας είναι να προσπαθήσουμε να λύσουμε αρμονικά τις συγκρούσεις μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου, χρησιμοποιώντας όλα τα απαραίτητα μέσα. Και υποστηρίζουμε ότι η καταφυγή σε απεργία, ένα δικαίωμα που αναγνωρίζεται από τον Κώδικα της Εργασίας, πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν όλα τα άλλα μέσα έχουν αποτύχει».
Το 1964, το ΚΚ Χιλής συγκροτεί εκ νέου κοινό μέτωπο με τους σοσιαλδημοκράτες. Πιο συγκεκριμένα από κοινού με το Σοσιαλιστικό Κόμμα συγκροτεί το «Επαναστατικό μέτωπο Λαϊκής δράσης», υποστηρίζοντας τον Αλιέντε ενάντια στον Φρέι, υποψήφιο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, που τελικά και επικράτησε ενάντια στον υποψήφιο της αριστεράς. Η κυβέρνηση Φρέι μέχρι την πτώση της το 1970 προσπάθησε να προωθήσει μεταρρυθμίσεις στην αγροτική οικονομία, που περιλάμβαναν ανακατανομή μεγάλου τμήματος των γαιών. Από την άλλη, η κυβέρνηση Φρέι επιδίωξε να προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό, τις ΗΠΑ και την καπιταλιστική Ευρώπη για να αναπτύξει την χιλιάνικη καπιταλιστική οικονομία, ενώ επίσπευσε αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα, γεγονός που όξυνε τις ταξικές αντιθέσεις.
Το ΚΚ Χιλής τις δεκαετίες του 1950 και 1960 υποστήριζε ενεργά τις απόψεις του ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, υποστήριζε ότι η πορεία προς το σοσιαλισμό θα περνούσε μέσα από ένα αντιιμπεριαλιστικό, αντιολιγαρχικό και δημοκρατικό στάδιο, ύστερα από το οποίο, και στο μέτρο του δυνατού, μπορούσε να βαδίσει χωρίς εμφύλιο στο σοσιαλισμό.
Για να κατανοήσουμε βέβαια τις θέσεις του ΚΚ Χιλής αλλά και της υπερπροβολής που είχε το λεγόμενο «Χιλιανό Πείραμα» από το Κομμουνιστικό Κίνημα τη δεκαετία του 1970, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας την κατάσταση ιδεολογικο-πολιτικής κρίσης που βρισκόταν εκείνη την περίοδο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, κατάσταση που οι ρίζες της βρίσκονται πίσω στο χρόνο.
Το ΚΚΣΕ είχε διακηρύξει από το 1956 στο 20ό συνέδριο, την ύπαρξη «ποικιλίας μορφών περάσματος στο σοσιαλισμό». Ταυτόχρονα, το ΚΚΣΕ είχε κάνει άξονα της εξωτερικής πολιτικής της Σοβετικής Ενωσης την ειρηνική συνύπαρξη σοσιαλισμού - καπιταλισμού, πολιτική που διακηρύχθηκε εν μέρει στο 19ο και ολοκληρωμένα στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, γεγονός που από τη μια αντανακλούσε προβλήματα στη στρατηγική και την πολιτική των Κομμουνιστικών Κομμάτων αλλά από την άλλη επιδρούσε στην αναπαραγωγή τους. Στη συνέχεια, διαμορφώθηκε το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού που είχε ως αναφορά του (όπως γενικότερα η οπορτουνιστική πολιτική) τις εθνικές ιδιομορφίες και τις δυνατότητες του κοινοβουλευτικού ρεφορμισμού.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια περίοδο που ο οπορτουνισμός έχει κυριαρχήσει στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, έχει διαβρώσει τα ΚΚ με τη λογική του ρεφορμισμού, του κοινοβουλευτισμού, της υπεράσπισης της «πατρίδας». Η μεγάλη πλειοψηφία των κομμουνιστικών κομμάτων έχουν προσχωρήσει στη στρατηγική των σταδίων, παραπέμποντας στις καλένδες την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για το σοσιαλισμό. Πολλά από τα Κομμουνιστικά Κόμματα έχουν δοκιμαστεί ήδη από το κεφάλαιο στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας, μέσω της εισδοχής τους σε αστικές κυβερνήσεις, γεγονός που είχε άμεσες και μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες για το λαό και το εργατικό κίνημα. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει ο εξωραϊσμός της πολιτικής της κυβέρνησης της «Λαϊκής ενότητας» από τα Κομμουνιστικά Κόμματα, την εποχή εκείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου