Επιταχύνονται οι διαδικασίες για απόλυτη υπαγωγή της επιστημονικής έρευνας και γνώσης στις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου. Κυβέρνηση, μεγαλοεπιχειρηματίες και ΕΕ το αναδεικνύουν σε βασικό τους στόχο, την εντάσσουν στην προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας και της ΕΕ συνολικότερα. Γι' αυτό το λόγο παίρνουν μια σειρά «πρωτοβουλίες», όπως το πρώτο «Ελληνικό Φόρουμ Καινοτομίας»που πραγματοποιήθηκε τη βδομάδα που πέρασε στην Αθήνα, με συμμετοχή και παραγόντων από το εξωτερικό. Στους συνδιοργανωτές του Φόρουμ φιγουράριζαν το γερμανικό ινστιτούτο IZA (αναλύει τις διεθνείς «αλλαγές» στην «αγορά εργασίας») και η λεγόμενη «Ομάδα Δράσης» (Task Force) της Κομισιόν για την Ελλάδα. Εγινε δε, με στήριξη της γερμανικής πρεσβείας, της «Eurobank» και του ΔΟΛ. Κατά τη διάρκεια των εργασιών του «Φόρουμ», παράγοντες της κυβέρνησης, της ΕΕ και του μεγάλου κεφαλαίου, εστίασαν στη συμβολή που μπορεί να έχει η «καινοτομία» στην καπιταλιστική ανάπτυξη ενώ, ταυτόχρονα, στο όνομα της διευκόλυνσης της «καινοτομίας» και της μάχης κατά της «γραφειοκρατίας» προπαγάνδισαν τις αντιλαϊκές διαρθρωτικές αλλαγές που έχει ανάγκη το κεφάλαιο, τη φοροαπαλλαγή κερδών ιδιωτικών επιχειρήσεων με «καρότο» την επανεπένδυσή τους στην έρευνα.
Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυριάκος Μητσοτάκης, υποστήριξε χαρακτηριστικά ότι «η ανάπτυξη θα είναι αποτέλεσμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και επένδυσης», ενώ ο Χορστ Ράιχενμπαχ (από την Task Force της Κομισιόν) υπογράμμισε την «ανάγκη» σύνδεσης της ερευνητικής με την επιχειρηματική κοινότητα.
Στο ίδιο πλαίσιο, παράγοντες του υπουργείου Ανάπτυξης και της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας, επεσήμαναν ότι παρότι η ΕΕ με την ατζέντα «Ευρώπη 2020» εστιάζει στην ανταγωνιστικότητα, στην επιχειρηματικότητα και στην καινοτομία, η εκπαιδευτική κοινότητα στην Ελλάδα είναι ακόμα προσανατολισμένη στην ακαδημαϊκή κατεύθυνση και όχι στην επιχειρηματική παραγωγή. Επέμειναν ότι χρειάζεται αποκατάσταση της συνεργασίας μεταξύ ερευνητικής κοινότητας και επιχειρήσεων που «δυσφημίστηκε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα», να προσελκυστούν στην Ελλάδα ερευνητικές δραστηριότητες πολυεθνικών εταιρειών, να τονωθεί η ερευνητική δραστηριότητα υπαρχουσών επιχειρήσεων, να πάμε σε διεπιστημονικές ερευνητικές ομάδες, πάντα σε «συνεργασία» (ουσιαστικά εξάρτηση) με ιδιωτικές επιχειρήσεις και να στηριχτεί η τέτοια έρευνα (επιχειρήσεων) με μόχλευση κεφαλαίων, φοροαπαλλαγές, χαμηλότοκα δάνεια.
Στις τοποθετήσεις τους φάνηκε η κατεύθυνση για «επιλεξιμότητα» στην επιδότηση από το δημόσιο ερευνητικών προγραμμάτων με βάση το κέρδος και τις ανάγκες των επιχειρήσεων. «Να πάμε σε τέτοιες δράσεις όπου το κάθε ευρώ θα δώσει πίσω τρία»ειπώθηκε χαρακτηριστικά.
Ως τομείς έρευνας που πρέπει να στηριχθούν με τέτοιες επιδοτήσεις αναφέρθηκαν η Ενέργεια, τα Τρόφιμα, οι νέες τεχνολογίες, η Υγεία με επίκεντρο τα γενόσημα, η Ναυτιλία. Εστιάζουν, δηλαδή, σε τομείς αιχμής όπου δραστηριοποιούνται ήδη μονοπώλια(π.χ. Μυτιληναίος, Μπόμπολας, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Κοπελούζος στην Ενέργεια, πολυεθνικές του φαρμάκου για τα γενόσημα) ή ετοιμάζονται να (επαν)επενδύσουν εκεί σωρευμένα κέρδη τους και άλλοι όμιλοι για να διασφαλίσουν την παραπέρα κερδοφορία τους.
Ταυτόχρονα, απευθύνθηκε κάλεσμα στους νέους επιστήμονες να προσανατολιστούν «όχι σε μια καριέρα στο δημόσιο, αλλά στον ιδιωτικό τομέα», καλύπτοντας την ανάγκη των μονοπωλίων για ένα διευρυμένο επιστημονικό προλεταριάτο απ' όπου θα «ψωνίζουν» ό,τι θέλουν.
Από εκπροσώπους τραπεζών προπαγανδίστηκε η «ανάγκη η κοινωνία να αγκαλιάσει την επιχειρηματικότητα, να καινοτομήσουμε σε ένα νέο οικοσύστημα όπου θα εμπλακούν και εκπαιδευτικά ιδρύματα και επιχειρηματίες (...) Να στηθούν γέφυρες για χρηματοδότηση ερευνητών από επιχειρηματίες (...) Χρηματιστές και τραπεζικοί να εξασφαλίσουν κεφάλαια για καινοτόμους ερευνητές».
Κι όλα αυτά υπό τα κελεύσματα Γερμανών «μελετητών» της «αγοράς εργασίας» να προχωρήσουν οι αντεργατικές μεταρρυθμίσεις και στην Ελλάδα, όπως έγινε και γίνεται ακόμα στη Γερμανία.
Προτεραιότητα της ΕΕ
Σημειωτέον ότι ο στόχος της πλήρους υποταγής της έρευνας στις ανάγκες του κεφαλαίου, προπαγανδίζεται ανοιχτά στην ΕΕ εδώ και αρκετά χρόνια. Π.χ. ήδη από το 2009 η πρώτη ετήσια έκθεση του Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Χώρου Ερευνας (αποτελεί συμβουλευτική επιτροπή της Κομισιόν) με τίτλο «Προετοιμασία της Ευρώπης για μια νέα Αναγέννηση, μια στρατηγική άποψη του Ευρωπαϊκού Χώρου Ερευνας», ανέπτυσσε σχέδιο για ενίσχυση της ενιαίας ευρωενωσιακής πολιτικής στην έρευνα μέχρι το 2030, ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των επιχειρήσεων, σε συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Στο Συμβούλιο αυτό μετέχουν και εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου.
Στην έκθεση καθορίζεται τι είναι αναγκαίο για την «αναγέννηση» στην ευρωπαϊκή έρευνα, προσδιορίζοντας στόχους: Δημιουργία ενός ενωμένου ευρωπαϊκού χώρου έρευνας, αντιμετώπιση προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή, ο ενεργειακός εφοδιασμός, η γήρανση της κοινωνίας, η αλληλεπίδραση της επιστήμης και της κοινωνίας, η συνεργασία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στην καινοτομία στην έρευνα, η ενθάρρυνση αριστούχων, η προώθηση της συνοχής.
Πρακτικά τα παραπάνω σημαίνουν πως θα υπάρχει κεντρική κατεύθυνση της έρευνας, σε συνεννόηση με τις επιχειρήσεις, οι οποίες με γνώμονα τα κέρδη τους θα συμβουλεύουν τι χρειάζεται η... «κοινωνία» και τι όχι! Είναι εμφανές πως η έρευνα δε θα κατευθύνεται στη λύση προβλημάτων του λαού. Οι αριστούχοι, οι ερευνητές θα προσανατολίζονται και θα αξιοποιούνται για καινοτομίες με βάση τις επιδιώξεις του κεφαλαίου.
Αποκαλυπτικές τοποθετήσεις
Στο Φόρουμ μίλησαν και καθηγητές πανεπιστημίων της Ελλάδας και του εξωτερικού, καθ' όλα πρόθυμοι να χαρίσουν την επιστημονική έρευνά τους στον όποιο επιχειρηματία δώσει χρήματα γι' αυτήν.
Ενδεικτικά, από καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκφράστηκε η άποψη ότι «για να έχουμε καινοτομία χρειαζόμαστε τη βιομηχανία. Βέβαια, πρώτα πρέπει να αναπτύξεις κάτι και μετά να χτυπήσεις την πόρτα μιας βιομηχανίας και να πείσεις ότι έχεις αναπτύξει κάτι που αξίζει. Χωρίς σύνδεση με τη βιομηχανία, καινοτομία δεν έχει νόημα».
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης (Γερμανία) παρουσίασε ως αναπόφευκτη τη φυγή (τον ξεριζωμό ουσιαστικά) νέων επιστημόνων στο εξωτερικό και προσπάθησε να χρυσώσει το χάπι μιλώντας για οφέλη: «Στέλνουν εμβάσματα πίσω στην πατρίδα. Ακόμα, παρατηρείται εξαγωγή και προϊόντων από όποια χώρα φεύγουν άνθρωποι, στήνονται στο εξωτερικό δίκτυα τροφοδοσίας με προϊόντα της πατρίδας».
Πιο «προωθημένα» τα παραδείγματα καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Maryland (ΗΠΑ), ο οποίος μεταφέροντας την αμερικάνικη εμπειρία είπε ότι «για να διεκδικήσουμε χρήματα από τις πολιτειακές κυβερνήσεις πάμε σαν ερευνητικά κέντρα/ινστιτούτα μαζί με συνεργαζόμενες βιομηχανίες. Πιέζουμε μαζί». Πανεπιστήμια χρησιμοποιώντας το ...ειδικό βάρος μεγαλοεπιχειρηματιών πιέζουν κυβερνήσεις για να αποσπάσουν κρατικό χρήμα, να αναπτύξουν καινοτομίες και προϊόντα από τα οποία θα βγάλει νέο παραδάκι ο επιχειρηματίας.
Η συνολική εικόνα
Τέλος, καθηγητής από πανεπιστήμιο της Ολλανδίας έδωσε λίγο πολύ τη συνολική εικόνα: «Υπολειπόμαστε σαν ΕΕ στην καινοτομία συγκριτικά με άλλες περιοχές του πλανήτη. Επίσης, δεν έχουμε πολλές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε όλο τον πλανήτη». Ουσιαστικά, δηλαδή, εντοπίζουν ως πρόβλημα το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά μονοπώλια υστερούν στην αξιοποίηση της καινοτομίας, έχουν μικρότερη «αγορά» από ό,τι οι ανταγωνιστές τους, μικρότερο τζίρο και τελικά συγκριτικό μειονέκτημα για να μπορέσουν να κρατήσουν τέτοιους επιστήμονες που κυνηγούν και τα μονοπώλια εκτός Ευρώπης.
«Η χρηματοδότηση της έρευνας είναι κρίσιμο ζήτημα συνολικά στην ΕΕ» πρόσθεσε ο ίδιος καθηγητής. «Υπάρχουν γενικά εμπόδια στην πρόσβαση σε εξωτερικούς χρηματοδοτικούς πόρους. Για χρηματοδότηση χρειάζονται και οι ΣΔΙΤ. Το ποσοστό απόδοσης κεφαλαίων στις ΗΠΑ είναι ψηλότερο από ό,τι στην ΕΕ. Να το δούμε γιατί τέτοια ζητήματα ρυθμίζουν και την προσέλκυση κεφαλαίων». Με νέες φοροαπαλλαγές, φτηνότερο επιστημονικό κι εργατικό δυναμικό, επιδοτήσεις, για να κάνουν εξίσου αποδοτική τη χρηματοδότηση ενός μεγαλοκαρχαρία στην ΕΕ σε ένα πανεπιστήμιο με την επένδυση σε μια επιχείρηση.
Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, της ΕΕ και των μονοπωλίων έρχονται να ενισχύσουν την εδώ και χρόνια εφαρμοζόμενη πολιτική ολοκληρωτικής πρόσδεσης της έρευνας στα συμφέροντα κεφαλαίου. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνεται και από άλλα γεγονότα, όπως οι προωθούμενες συγχωνεύσεις - καταργήσεις ερευνητικών κέντρων.
Στον αντίποδα των επιδιώξεων του κεφαλαίου, η συνεχής εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας ανοίγει τεράστιες δυνατότητες για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Αυτό, βέβαια, δεν μπορεί να γίνει όσο τα μέσα παραγωγής είναι καπιταλιστική ιδιοκτησία και ο σκοπός της παραγωγής είναι το κέρδος, οπότε και η έρευνα τελικά δεν μπορεί παρά να υποτάσσεται σε αυτό το σκοπό. Μόνο με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό με βάση τις λαϊκές ανάγκες, η έρευνα θα μπορέσει προσανατολιστεί και να αξιοποιηθεί στην κάλυψη αυτών των αναγκών.
Πηγή Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου