Ναι, σε σένα μιλαώ
που στέκεις εκεί απέναντι. Με τις πυτζάμες σου, τις παντόφλες και τα γυαλάκια
σου. Ναι, εσύ γυρεύεις αίμα, είσαι ένα αιμοβόρο στοιχειό που διψά για θάνατο.
Που ηδονίζεται όταν ακούει για μαχαιρωμένους μετανάστες , όταν ακούει να ξεβράζει
το κύμα πνιγμένα παιδιά στις ακτές της Σάμου και στην Κω.
Εσύ είσαι που
κάθε πρωί με χαιρετάς ευγενικά και που καταδικάζεις τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται,
που πας τις Κυριακές στην εκκλησία και κάνεις τον σταυρό σου. Εσύ που σηκώνεσαι
ευγενικά στα λεωφορεία να καθίσει η ταλαίπωρη γιαγιά και που όταν σηκώνεις το
τηλέφωνο και σε ρωτάνε τι θα ψήφιζες στις επόμενες εκλογές εσύ τους λες με χαμηλή
και σίγουρη φωνή, ΘΑΝΑΤΟ.
Ναι, εσύ που
ψηφίζεις θάνατο, εσύ που λίγα χρόνια πριν είχες το μαγαζί σου γεμάτο εμπορεύματα
και το ταμείο σου γεμάτο χρήμα, εσύ που φτιάξες σπίτια, μαγαζιά, που αγόρασες αυτοκίνητα
και ακριβά κοσμήματα, που τα βλέπεις όλα να χάνονται, να θαμπώνουν και να βγάζουνε
φτερά, τώρα γυρεύεις θάνατο.
Ποιανού όμως
το θάνατο;
Μήπως εκείνου που στα πήρε. Όχι αυτός είναι δυνατός και τον φοβάσαι.
Ανέκαθεν φοβόσουν τις συγκρούσεις, τις απέφευγες, πάντα στρογγύλευες τα πράγματα
και έψαχνες για συμβιβασμούς. Δεν είναι κακό να φοβάσαι, όλοι φοβόμαστε, εκτός
απ τους τρελούς και τους ηλίθιους. Δεν είναι κακό να φοβάται κανείς, κακό είναι
να μη παλεύεις έστω, να νικήσεις τους φόβους σου, έστω και για μια φορά.
Ανέκαθεν φοβόσουν
τις συγκρούσεις, ακόμα και τώρα που μισείς όσο δεν πάει άλλο, ακόμα και τώρα
που δε σου μείνε τίποτα. Ακόμα και τώρα φοβάσαι να βγεις εσύ ο ίδιος έξω να ουρλιάξεις,
να βγάλεις το ζώο που χεις μέσα σου. Ακόμα και σήμερα κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα
του ευγενικού ,του νοικοκύρη.
Ακόμα και
σήμερα είσαι το ίδιο χέστης όπως και τότε, όπως και πάντα. Ακόμα και σήμερα που
ξεχειλίζεις από μίσος, φοβάσαι πιο πολύ και γυρεύεις για φονιάδες που θα κάνουν
αυτό που θα θελες εσύ και που δεν κάνεις, γιατί φοβάσαι. Να σκοτώσουν. Αυτό
θέλεις να δεις, αυτό γυρεύεις τώρα, μόνο αυτό.
Κάθε φορά
που ακούς στα δελτία των 8 για κάποιον νεκρό μετανάστη ή για κάποιον δαρμένο σύντροφο
εσύ χαίρεσαι, τα μάτια σου λάμπουν, χορταίνει το μίσος σου για μια στιγμή και ηρεμείς.
Έπειτα κοιτάς δεξιά κι αριστερά μη και σε πάρουν χαμπάρι. Κι όταν άκουσες πως
πιασαν τους φονιάδες εσύ φοβήθηκες πιο πολύ από αυτούς, μήπως και μπλέξεις, μήπως
και κάποιος πει πως κάποτε τους στήριξες.
Μετά ξαναχτύπησε το τηλέφωνο και ήταν κάποιος
που σε ρώτησε τι θα ψήφιζες στις επόμενες εκλογές και συ δεν σκέφτηκες πολύ αλλά
με χαμηλή και σίγουρη φωνή του είπες ΘΑΝΑΤΟ.
Ναι σε σένα
μιλάω που γυρεύεις αίμα, σε σένα που γυρεύεις θάνατο. Σε σένα μιλάω που στέκεις
εκεί απέναντι μου και με κοιτάς. Σε σένα μιλάω και σου λέω πω
σε ξέρω, πως όσο και να μοσχοβολάει το αφρόλουτρο που λούζεσαι εσύ βρομάς. Πως
όσο κι αν μου γελάς δε θα με ξεγελάσεις. Σε ξέρω πλέον πολύ καλά, είσαι αυτός
που όταν τον ρωτάν απ το τηλέφωνο τι ψηφίζει εκείνος λέει θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου